- ευθημοσύνη
- εὐθημοσύνη, ή (ΑΜ) [ευθήμων]η έξη, η κλίση για τάξη, για νοικοκυροσύνη («εὐθημοσύνη γὰρ ἀρίστη θνητοῑς ἀνθρώποις, κακοθημοσύνη δὲ κακίστη», Ησίοδ.)αρχ.(για τη φύση) η καλή διάταξη, η αρμονία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐθημοσύνη — habit of good management fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθημοσύνῃ — εὐθημοσύνη habit of good management fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθημοσύνην — εὐθημοσύνη habit of good management fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθημοσύνης — εὐθημοσύνη habit of good management fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθημοσύνας — εὐθημοσύνᾱς , εὐθημοσύνη habit of good management fem acc pl εὐθημοσύνᾱς , εὐθημοσύνη habit of good management fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοθημοσύνη — κακοθημοσύνη, ἡ (Α) αταξία, κακή διάταξη ή ρύθμιση πραγμάτων ή υποθέσεων («εὐθημοσύνη γὰρ ἀρίστη θνητοῑς ἀνθρώποις, κακοθημοσύνη δὲ κακίστη», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *κακοθήμων < κακ(ο) * + ρίζα θη τού τίθημι* + επίθημα μων (πρβλ. ευ θημοσύνη)] … Dictionary of Greek